- ντιμινουέντο
- τομουσ. βαθμιαία ελάττωση τής έντασης τού ήχου, σε αντιδιαστολή προς το κρεσέντο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. diminuendo < λατ. deminuendum, γερούνδιο τού ρ. deminuo «ελαττώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρεσέντο — (ιταλ. crescendo). Μουσικός όρος που δηλώνει τη βαθμιαία αύξηση της έντασης του ήχου. Στις νότες συνήθως υποδηλώνεται με το σημείο <. Το κ. άρχισε να συμβολίζεται με ειδικό σημείο στα μέσα του 18ου αι., αν και η χρήση του όρου είχε ξεκινήσει… … Dictionary of Greek